Επιλέξτε τη γλώσσα σας

Η Καινή Διαθήκη είναι η νέα συμφωνία που έκανε ο Θεός με την ανθρωπότητα και τη σφράγισε με το αίμα του ίδιου του Υιού Του Ιησού Χριστού και απευθύνεται σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αποτελείται από 27 βιβλία σε αντιπαράθεση με την Παλαιά Διαθήκη που αποτελείται από 39 βιβλία κα απευθύνεται κατά κύριο λόγο στο Εβραϊκό έθνος και την είχε σφραγίσει με το αίμα της θυσίας ζώων οπότε και από αυτό ακόμη φαίνεται η ανωτερότητα της Καινής Διαθήκης.

Τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης είναι τα εξής:

Τέσσερα (4) Ευαγγέλια

Κατά Ματθαίον

Κατά Μάρκον

Κατά Λουκάν

Κατά Ιωάννην

 

Ένα

Πράξεις των Αποστόλων

 

Δεκατέσσερις (14) επιστολές του αποστόλου Παύλου

Προς Ρωμαίους

Προς Κορινθίους Α΄

Προς Κορινθίους Β΄

Προς Γαλάτας

Προς Εφεσίους

Προς Φιλιππησίους

Προς Κολοσσαείς

Προς Θεσσαλονικείς Α΄

Προς Θεσσαλονικείς Β΄

Προς Τιμόθεον Α΄

Προς Τιμόθεον Β΄

Προς Τίτον

Προς Φιλήμονα

Προς Εβραίους

 

Εφτά καθολικές επιστολές

Επιστολή Ιακώβου

Επιστολή Πέτρου Α΄

Επιστολή Πέτρου Β΄

Επιστολή Ιωάννου Α΄

Επιστολή Ιωάννου Β΄

Επιστολή Ιωάννου Γ΄

Επιστολή Ιούδα

 

Και

Αποκάλυψις του Ιωάννη

 

 

 

ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ-ΚΩΔΙΚΕΣ

 

Ο Σιναϊτικός κώδικας ο οποίος εκτός από την Κ.Δ περιέχει και την επιστολή Βαρνάβα και τον ποιμένα του Ερμά και ανάγεται στον 4ο αι. και προέρχεται από την Αίγυπτο ή την Καισάρεια της Παλαιστήνης. Ανακαλύφθηκε στη μονή της Α. Αικατερίνης του Σινά το 1844

Ο Αλεξανδρινός κώδικας, είναι του 5ου αι. και προέρχεται από την Αίγυπτο. Περιέχει ολόκληρη σχεδόν την Κ.Δ συν τις επιστολές Α΄και Β΄Κλήμεντος.

 

Ο Βατικανός κώδικας ο οποίος προέρχεται και αυτός από την Αίγυπτο και θεωρείται ο αρχαιότερος κώδικας της Κ.Δ.(αρχή 4ου αι.). Δεν περιέχει τις επιστολές Α΄και Β΄Τιμ., Τίτου και την Αποκάλυψη.

 

Ο κώδικας Βέζα, είναι δίγλωσσος (Ελληνικό με Λατινική μετάφραση) και αποτελείται από δύο χειρόγραφα., το πρώτο περιέχει τα τέσσερα ευαγγέλια τις πράξεις των αποστόλων και ένα μικρό απόσπασμα της Γ΄ Ιωάν. και ονομάζεται κώδικας Βέζα γιατί δωρήθηκε από τον Θ. Βέζα φίλο και συνεργάτη του Καλβίνου στο πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ που φυλάσεται μέχρι σήμερα. Το δεύτερο τμήμα περιέχει τις επιστολές του Παύλου και ονομάζεται κώδικας Κλαρομοντάνους από το όνομα της μονής που φυλασσόταν. Σήμερα είναι στη βιβλιοθήκη των Παρισσίων.

 

Υπάρχουν και άλλα πολλά αξιόλογα χειρόγαφα τα οποία διακρίνονται για την καλιτεχνική τους επεξεργασία με χρυσά ή ασημένια γράμματα και την διακόσμησή τους με ζωγραφικές παραστάσεις. Σημαντική θεωρείται η προσφορά του μεγάλου Κωνσταντίνου στον τομέα αυτό όταν παρήγγειλε στον Ευσέβειο Καισαρείας να του προμηθεύσει 50 κώδικες για τις ανάγκες των εκκλησιών της πρωτεύουσας.

 

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ Κ.Δ. ΣΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

 

Μεγάλη ανάγκη για να μεταφραστεί η Κ.Δ. στα νέα Ελληνικά προέκυψε κατά την εποχή της τουρκοκρατίας περίοδο κατά την οποία οι έλληνες ,εκτός από ελάχιστους, δεν είχαν την δυνατότητα μόρφωσης και ως εκ τούτου περιοριζόταν η πρόσβασή τους στα ιερά κείμενα.

Πρώτος ξεκίνησε την προσπάθεια το 1536 ο Κερκυραίος μοναχός Ιωαννίκιος Καρτάνος μετφράζοντας 150 αποσπάσματα από την Π. και Κ.Δ. «και τόυτο δεν το έκανα για τους δασκάλους, αλλά για τους αμαθείς σαν εμένα και για να καταλάβουν όλοι οι εργάτες και οι αμαθείς τι λέγει η θεία Γραφή» αναφέρει ο ίδιος.

Το 1638 ο μοναχός Μάξιμος Καλιουπολίτης έκανε πλήρη μετάφραση της Κ.Δ. η οποία εκτυπώθηκε στη Γενεύη και με την συνδρομή του οικουμενικού Πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρη. Ο ίδιος αιτιολογεί την κίνησή του αυτή επικαλούμενος τις μεταφράσεις που είχαν κάνει άλλοι λαοί στη γλώσσα τους καθώς και τις ελληνικές μεταφράσεις των βίων και των ομιλιών των αγίων λέγοντας ότι είναι άπρεπο πράγμα οι βίοι και οι ομιλίες των αγίων να είναι εντελώς φανερές και ας ήταν άνθρωποι και του Θεανθρώπου Χριστού το θείο Ευαγγέλιο, που είναι αναγκαιότατο σε κάθε χριστιανό, να είναι κεκαλυμμένον...διότι πως θα πιστέψει κάποιος ή να υπακούσει σε αυτά που λέγονται αν δεν τα καταλαβαίνει?

 

 

Είναι σαφές ότι οι αληθηνές και γεμάτες αγάπη για τον άνθρωπο και φροντίδα για τη σωτηρία του αιτιολογήσεις των φωτισμένων αυτών ανθρώπων ουδέποτε έπεισαν την «επίσημον και μορφωμένην εκκλησίαν» και όπως είναι φυσικό οι πρασπάθειες αυτές καταδικάστηκαν στη σύνοδο των Ιεροσολύμων το 1672 η οποία απεφάνθη ότι δεν είναι ανάγκη η θεία Γραφή να διαβάζεται στην κοινή από όλους τους χριστιανούς. Εδώ βέβαια δικαιώνεται απόλυτα ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος όταν έλεγε μην πείθεσθε σε καμμία σύνοδο............. η μετάφραση όμως αυτή κυκλοφόρησε στο Λονδίνο το 1703 με έξοδα του αγγλικανικού κλήρου και με προσβλητικό πρόλογο για τους Έλληνες αρχιερείς που αντέδρασαν έντονα δια του οικ. Πατριάρχη Γαβριήλ με φτηνές δικαιολογίες που δεν έπεισαν κανέναν.

Οι προσπάθειες να έλθει η Α. Γραφή κοντά στον απλό άνθρωπο συνεχίστηκαν διά της Αγγλικής Βιβλικής Εταιρείας που έκανε επανειλημένες εκδόσεις της μετάφρασης του Μάξιμου με έγκριση του οικ. Πατριαρχείου αυτή τη φορά. Στη προσπάθεια αυτή συνετέλεσε και ο Α. Κοραής με επιστολή του στη Βρετανική Βιβλική Εταιρεία αφού και ο ίδιος αργότερα μετέφρασε τις ποιμαντικές επιστολές. Ο φωτισμένος αυτός πατριώτης είχε πει ότι «μόνο το ευαγγέλιο δύναται να σώσει την Ελλάδα»

Κατόπιν αυτών ακολούθησε η μετάφραση του Ιλαρίωνα η οποία σύντομα αντικαταστάθηκε από την μετάφραση του Αρχιμανδρίτη Νεοφύτου Βάμβα καθηγητού της Ιονίου Ακαδημίας και αργότερα καθηγητή φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών η οποία ολόκληρη κυκλοφόρησε το 1844.

Μία από τις τελευταίες φάσεις των προσπαθειών αυτών έλαβε χώρα το 1900 όταν είδαν το φως της δημοσιότητας δύο μεταφράσεις, η μετάφραση των τεσσάρων ευαγγελίων από την Ιουλία Σουμάκη που την είχε παραγγείλει η Βασίλισσα Όλγα και η μετάφραση του κατά Ματθαίον ευαγγελίου στην εφημερίδα «Ακρόπολις» από τον Αλ. Πάλλη. Προκλήθηκαν τόσο μεγάλες αντιδράσεις από τις δύο αυτές μεταφράσεις ώστε τα αιματηρά γεγονότα που προέκυψαν ονομάστηκαν «Ευαγγελικά» και οδήγησαν στην πτώση της κυβένησης Θεοτόκη και σε παραίτηση τον Μητροπολίτη Αθηνών Προκόπιο η δε εκκλησία εξέδωσε εγκύκλιο αναφέροντας ως βέβηλη κάθε προσπάθεια μετάφρασης της Κ.Δ. τελικά η μετάφραση του Α. Πάλλη έγινε στο Λίβερπουλ της Αγγλίας.

Σε όλες αυτές τις προσπάθειες διαπιστώνουμε το εξής πράδοξο: απλοί άνθρωποι, συγγραφείς, πολιτικοί και χαμηλόβαθμοι κληρικοί να επιθυμούν την μετάφραση και η επίσημη εκκλησία να αντιστέκεται στην προσπάθεια να έρθει η Α. Γραφή κοντά στον άνθρωπο για να τον οδηγήσει στην σωτηρία της ψυχής του. Οι εξηγήσεις δεν είναι πάντα επαρκείς και οι εξελίξεις την διαψεύδουν αφού ακολούθησαν πλείστες μεταφράσεις, αργότερα και με τις ευλογίες της, πράγμα που μαρτυρεί ότι παρ΄ ότι πρασπάθησε δεν κατάφερε να αντισταθεί στην δίψα των ανθρώπων για να γνωρίσουν το Λόγο του Θεού.

 

 

Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

 

Αρχικά υπήρξε η προφορική παράδοση η οποία πολύ γρήγορα καταγράφηκε από τους αυτόπτες και αυτήκοους μάρτυρες του Ι. Χριστού. Ταυτόχρονα όμως ή αμέσως μετά κυκλοφόρησαν πολλά έργα ποικίλων προελεύσεων και διδασκαλιών, προϊόντα παραφιλολογίας, που περιέγραφαν φανταστικές ιστορίες από την ζωή του Ιησού Χριστού και είχαν ως αιτία της συγγραφής τους διαφόρους λόγους. Μία αιτία ήταν η επιθυμία των χριστιανών να έχουν περισσότερες πληροφορίες για την γέννηση, τον βίο, την δράση και το πάθος του Κυρίου. Μία δεύτερη ήταν η ανάγκη να αποδείξουν στους εθνικούς ή στους Εβραίους ότι ο Ι. Χριστός ήταν πραγματικά ο Υιός του Θεού και έτσι διόγκωναν τα θαύματα και τα ενεργήματα θέλοντας διά του εντυπωσιασμού που θα προκαλούσαν να ελκύσουν στην νέα πίστη περισσότερους ανθρώπους, και μία τρίτη ήταν η ανάγκη ορισμένων αιρετικών να στηρίξουν τις κακοδοξίες τους στο Λόγο του Θεού.

Τα έργα αυτά της παραφιλολογίας αποτέλεσαν την απόκρυφη γραμματεία και ονομάστηκαν απόκρυφα ή ψευδεπίγραφα και άλλα αρνούνται την θεία φύση του Χριστού και άλλα την ανθρώπινη, τα μεν ονομάζονται «δοκητικά» τα δε «εβιωνιτικά». Τα πρώτα ήταν επηρεασμένα από το πνεύμα της ελληνικής φιλοσοφίας, ενώ τα δεύτερα από την Ιουδαϊκή γραμματεία.

Οι δοκητές θεωρούσαν ότι η ύλη είναι κακή και ότι ο άγιος Θεός δεν θα μπορούσε να μετέχει της κακής ύλης και άρα ο Χριστός δεν θα μπορούσε να είναι Θεός που ενανθρώπησε, δηλ η ενσάρκωση και κυρίως ο θάνατος του Υιού του Θεού ήταν κάτι το φαντασικό κάτι που έτσι νόμισαν οι άνθρωποι (έδοξεν αυτοίς) από όπου πήραν και το όνομά τους «δοκητές»

Οι δε εβιωνίτες επηρεασμένοι από το Ιουδαϊκό πνεύμα της μοναδικής μονοθεϊστικής θρησκείας της εποχής επειδή φοβούνταν μήπως πέσουν στο αμάρτημα της πολυθείας θεώρησαν τον Ι. Χριστό σαν έναν απλό προφήτη και τον απογύμνωσαν από την θεία Υπόσταση.

Ενδεικτικά αναφέρονται κάποια αντιπροσωπευτικά έργα ή απόκρυφα ευαγγέλια:

Το Ευαγγέλιο του Πέτρου, είναι Δοκητικής προέλευσης και παρουσιάζει τον Ιησού Χριστό επάνω στον σταυρό να μην αντιδρά γιατί δεν αισθάνεται πόνο αφού στην ουσία ο Θεός δεν μπορούσε να αισθάνεται πόνο αφού δεν έχει λάβει ανθρώπινο σώμα αλλά έτσι νομίζεται.

Το Ευαγγέλιο των δώδεκα αποστόλων, είναι Εβιωνιτικής προέλευσης και από την αρχή μέχρι το τέλος παρουσιάζει τον Ιησού Χριστό σαν απλό άνθρωπο. Τον Χριστό τον παρουσιάζει με την φράση: «Ήταν ένας άνθρωπος που ονομαζόταν Ιησούς...»

Το κατά Αιγυπτίους Ευαγγέλιο, είναι επηρεασμένο από την αίρεση των Γνωστικών που ονομάζοταν και «εγκρατίτες» οι οποίοι δίδασκαν τελεία αποχή από το άλλο φύλο. Στην ερώτηση της Σαλώμης προς τον Κύριο, πόσον καιρό θα διαρκέσει ο θάνατος, ο Κύριος απαντά: «όσον καιρό εσείς οι γυναίκες γεννάτε» και τελικά παρουσιάζεται ο Κύριος να δηλώνει «Ήρθα να καταστρέψω τα έργα του θήλεος». Ίδιας επίδρασης φαίνεται να είναι και το Ευαγγέλιο του Φιλίππου,στο οποίο φανρώνεται πως για να γίνει δεκτός κάποιος στον ουρανό πρέπει να είναι σε θέση να ομολογήσει ενώπιον των ουρανίων δυνάμεων: «Δεν εγέννησα τέκνα στον Άρχοντα (του κόσμου τούτου), αλλά ξερίζωσα τις ρίζες του» Στο δε ευαγγέλιο του Ιούδα παρουσιάζεται ο Κύριος να παρακαλεί τον Ιούδα να τον ελευθερώσει και να τον απαλλάξει από την σάρκα προδίδοντάς Τον το συντομότερο λέγοντάς του μάλιστα πως τον έχει εκλέξει ο Θεός να κάνει μεγαλύτερο έργο από Αυτόν και πως κανένας άλλος άνθρωπος δεν ειναι σε θέση να το κάνει.

Μία άλλη κατηγορία ψευδεπίγραφων έργων είναι τα λεγόμενα ευαγγέλια της γεννήσεως που περιστρέφονται γύρω από τη γέννηση αλλά και την παιδική ηλικία του Ιησού με κυριότερο το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου στο οποίο αναφαίρεται ο τρόπος με τον οποίο έγινε η ανάθεση της φροντίδας της Παρθένου Μαρίας στον χήρο Ιωσήφ αφού είχε εκδηλώσει και αυτός ενδιαφέρον μαζί με άλλους χήρους για την ανάληψη της φροντίδας της Μαριάμ και μόνο από την δική του ράβδο βγήκε ένα περιστέρι και κάθησε στο κεφάλι του. Κατόπιν ακολούθησε το κατά Ματθαίον ψευδοευαγγέλιο το οποίο ανάγεται στον 5ο αι. ενώ τα προηγούμενα στον 2ο. Ίσως είναι το πλέον φαντασιόπληκτο ευαγγέλιο και ασχολείται κυρίως με τη φυγή στην Αίγυπτο και παρουσιάζει δράκοντες να βγαίνουν από σπηλιές και να σπεύδουν να προσκυνήσον τη συνοδεία και λιοντάρια που τους ακολουθούν να τους προσφέρουν προστασία και βοήθεια, ενώ όταν ο Ιησούς με τη μητέρα Του μπήκαν σε ένα ναό, όλα τα είδωλα έπεσαν και έσπασαν. Επίσης και το κατά Θωμά ευαγγέλιο της γεννήσεως είναι Δοκητικής προέλευσης του 3ου αι.και παρουσιάζει τον Ιησού στην παιδική του ηλικία να ενεργεί «ένα σωρό» ιδιότροπα και αλλόκοτα θαύματα τα οποία προκαλούν την αντίδραση και το φόβο στους γονείς των συνομιλήκων Του παρακαλώντας τον Ιωσήφ να διδάξει τον γυιο του να ευλογεί και όχι να καταριέται.

Στο ευαγγέλιο του Βαρθολομαίου ο ίδιος διηγείται πως ο Κύριος επέτρεψε σε αυτόν και τους άλλους αποστόλους και στη μητέρα Του να δουν το όραμα του διαβόλου αφού προηγήθηκε ένας δυνατός σεισμός στο όρος των Ελαιών και τον φύλαγαν με πύρινα δεσμά 6.064 άγγελοι.

Είναι ολοφάνερο πως τέτοια έργα δεν ήταν δυνατόν να ενταχθούν στον «κανόνα» και αποκλείστηκαν, όπως αποκλείστηκαν και άλλα έργα που σε κάποιες φάσεις φαίνεται να ήταν αποδεκτά από κάποιους αποστολικούς ή μεταποστολικούς πατέρες. Τέτοια έργα είναι: Η διδαχή των δώδεκα αποστόλων, αι οδοί, η επιστολή Βαρνάβα, ο ποιμήν του Ερμά, η αποκάλυψις του Πέτρου, οι πράξεις του Παύλου κ.α.

Έτσι ύστερα από μία μακρά διαδικασία ζυμώσεων και προσθαφαιρέσεων αποκρυσταλώθηκε ο κανόνας της Κ.Δ. ο οποίος αποτελείται από τα 27 βιβλία τα οποία έχουμε αναφέρει. Όλα τα βιβλία αναφέρονται σαν κανονικά από τον Μ. Αθανάσιο (298-373) και τα οποία επικυρώθηκαν από τις μετέπειτα συνόδους. Η σύνοδος της Λαοδίκειας(363) ορίζει ότι μόνο τα κανονικά βιβλία της Π. Και της Κ.Δ. πρέπει να διαβάζονται στην εκκλησία αν και ο κανόνας που θέσπιζε περιελάμβανε τα 26 από τα 27 βιβλία, αποκλείοντας την αποκάλυψη.

Το 397 η Τρίτη σύνοδος της Καρχηδόνας, στην οποία έλαβε μέρος και ο Αυγουστίνος, ορίζει πως στην εκκλησία μόνο τα κανονικά βιβλία να διαβάζονται ως «Γραφαί»

Τα κυριότερα κριτήρια που καθόριζαν ποια βιβλία θα συμπεριληφθούν στις «Γραφές» ήταν: πρώτον το βιβλίο να είχε αποστολική πατρότητα, να ήταν δηλ. συγγραφέας του ένας από τους αποστόλους ή κάποιος πολύ στενός συνεργάτης τους π.χ. κατά Μάρκον πού ήταν μαζί με τον Πέτρο ή Πράξεις που τις έγραψε ο Λουκάς στενός συνεργάτης και συνοδοιπόρος του Παύλου. Δεύτερον η πνευματικότητα και η Θεοπνευστία του βιβλίου η οποία γινόταν αβίαστα αντιληπτή και τρίτον η καθολικότητα της αποδοχής από την εκκλησία που με αυτόν τον τρόπο σαν σώμα Χριστού συνέβαλλε καθοριστικά στη διαμόρφωση του κανόνα.

 

Ευαγγέλιο σημαίνει χαρμόσυνη αγγελία, κήρυγμα της αποστολικής εκκλησίας και σωτηρία που έφερε ο Χριστός στη γη και χρησιμοποιείται 76 φορές στην Κ.Δ. Από τον 2ο αι. και μετά η λέξη ευαγγέλιο άρχισε να σημαίνει τα βιβλία της Κ.Δ. που αφηγούνται τη ζωή, τη δράση, τα θαύματα, τη διδασκαλία, το θάνατο, την ανάσταση, τον τρόπο σωτηρίας του ανθρώπου και γενικά τον θρίαμβο του Χριστού κατά των δαιμονικών δυνάμεων.

Κατά χρονολογική σειρά τα ευαγγέλια είναι: Μάρκος, Ματθαίος, Λουκάς και Ιωάννης.

 

 

ΜΑΡΚΟΣ: Τόπος συγγραφής η Ρώμη μεταξύ 64 και 70. Απευθύνεται σε χριστιανούς πρώην εθνικούς. Συνεργάστηκε και με τους δύο κορυφαίους αποστόλους Πέτρο και Παύλο και ήταν ανηψιός του Βαρνάβα. Λέγεται ότι ήταν ένας από τους εβδομήκοντα και η παράδοση λέει ότι κήρυξε στην Αλεξάνδρεια όπου και υπέστη μαρτυρικό θάνατο. Είναι το πιο μικρό από όλα τα ευαγγέλια,αποτελείται από 16 κεφ.και αποτελεί πηγή των υπολοίπων δύο συνοπτικών δηλ. του Ματθαίου και του Λουκά. Αναφέρεται σε 19 θαύματα του Κυρίου και σε πέντε παραβολές.

Παρομοιάζεται με λιοντάρι φανερώνοντας τον ηγεμονικό και βασσιλικό χαρακτήρα του Χριστού.

Ολόκληρο σχεδόν το ευαγγέλιο του Μάρκου εκτός από τριάντα στίχους βρίσκεται στα ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά. Μικρή αναφορά θα κάνουμε στο τελευταίο κεφάλαιο του Μάρκου που πολλοί μιλούν ότι τα εδάφια 9-20 του κεφαλαίου είναι μεταγενέστερη προσθήκη. Πράγματι αυτά τα εδάφια διαφέρουν από άποψη ύφους και λεξιλογίου από το υπόλοιπο ευαγγέλιο αφού χρησιμοποιεί λέξεις που δεν συναντώνται στο υπόλοιπο κείμενο. Υπάρχουν πολλές ερμηνείες πάνω σε αυτό το ζήτημα, όπως ότι την προσθήκη αυτή την έκανε κάποιος Αριστίωνας ή κάποιος μαθητής του Κυρίου με μεγάλο κύρος ή ακόμη και ο ίδιος ο Μάρκος αργότερα πρόσθεσε τον επίλογο αυτό στο ευαγγέλιό του. Η προσθήκη αυτή ωστόσο έχει γίνει πολύ νωρίς αφού είναι ήδη γνωστή στον Ιουστίνο, Τατιανό και Ειρηναίο. Πάντως την κανονικότητα αυτών των εδαφίων δεν κατάφερε να την θίξει ουσιαστικά κανένας και όλα τα επιχειρήματα που εγείρονται είναι σαθρά.

ΜΑΤΘΑΙΟΣ: Από διάφορες μαρτυρίες και του ίδιου του κειμένου, γνωρίζουμε ότι ο Ματθαίος ήταν τελώνης, έπειτα ένας από τους δώδεκα αποστόλους. Σαν τόπος συγγραφής αναφέρεται η Παλαιστήνη ή η Αλεξάνδρεια ή η Αντιόχεια μεταξύ των ετών 70-80 χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια. Το ευαγγέλιο του Ματθαίου είναι χωρισμένο σε 28 κεφάλαια και περιλαμβάνει σχεδόν ολόκληρο το κατά Μάρκον. Ο Ματθαίος κήρυξε στην Περσία και απευθύνεται κυρίως σε ιουδαιοχριστιανούς που είναι εξοικειωμένοι με την Π.Δ.

Διασώζει πολλές διδασκαλίες του Ιησού και είναι το μόνο ευαγγέλιο στο οποίο αναφέρεται η λέξη «εκκλησία» για αυτό και χαρακτηρίζεται σαν το ποιο «εκκλησιαστικό» ευαγγέλιο. Η κυριώτερη διδασκαλία που παρατίθεται είναι αυτή της «βασιλείας των ουρανών» έκφραση που συναντάται 51 φορές μέσα στο κείμενο.

Ο Ματθαίος παρίσταται με την μορφή ανθρώπου φανερώνοντας ότι ο Θεός «εφάνη εν σαρκί» και αρχίζει με την βίβλο της γενέσεως, Βίβλος της γενεαλογίας του Ιησού Χριστού, υιού του Δαυίδ, υιού του Αβραάμ, την ανθρώπινη προέλευση του Ι. Χριστού,ανθρωπόμορφο δηλαδή.

ΛΟΥΚΑΣ: Ήταν γιατρός και ακόλουθος του Παύλου στις περιοδίες του, ήταν εθνικός (Σύριος) στην καταγωγή και όχι αυτόπτης μάρτυρας των ενεργειών του Κυρίου. Σύμφωνα με την παράδοση κήρυξε στην Ιταλία ,Γαλατία, Δαλματία, Μακεδονία και πέθανε στη Βοιωτία. Είναι το ποιο «κοινωνικό» ευαγγέλιο και επικρατεί η χαρά παρά η θλίψη. Περιλαμβάνει πολλούς ύμνους και προσευχές. Ονομάζεται ευαγγέλιο της προσευχής γιατί διασώζει όχι μόνο την Κυριακή προσευχή αλλά γιατί παρουσιάζει και τον ίδιο τον Κύριο να προσεύχεται συχνά. Δεκαπέντε φορές εμφανίζεται ο Κύριος να προσεύχεται στα ευαγγέλια, από τις οποίες οι έντεκα φαίνονται στον Λουκά. Μας διασώζει τρεις υπέροχες παραβολές του Κυρίου με θέμα την προσευχή: του ανθρώπου που τα μεσάνυχτα χτυπάει την πόρτα του φίλου του να του ζητήσει ψωμί, του άδικου κριτή και του φαρισαίου και του τελώνη. Ονομάζεται επίσης ευαγγέλιο των ύμνων: «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριο», «Ευλογητός Κύριος ο Θεός του Ισραήλ», «Δόξα εν υψίστοις Θεώ» και «Νυν απολύεις τον δούλο Σου Δέσποτα». είναι επίσης το ευαγγέλιο της γυναίκας και του παιδιού καθώς και των φτωχών και των ταπεινών. Είναι το μακροσκελέστερο και χωρίζεται σε 24 κεφάλαια.αναφέρει είκοσι θαύματα του Κυρίου από τα οποία τα έξι δεν αναφέρονται από τους άλλους και είκοσι τρείς παραβολές από τις οποίες τις δεκαοχτώ τις αναφέρει μόνο αυτός. Αν δεν υπήρχε το ευαγγέλιο του

Λουκά το κενό στη χριστιανική διδασκαλία θα ήταν δυσαναπλήρωτο και το πνευματικό κενό πολύ μεγάλο. Γράφτηκε μετά το 70 στην Έφεσο και απευθύνεται στους από των εθνών. Ο Λουκάς παρίσταται σαν μόσχος φανερώνοντας τον ιερατικό χαρακτήρα αρχίζοντας από τον αρχιερέα Ζαχαρία.

ΙΩΑΝΝΗΣ: Ήταν γυιος του Ζεβεδαίου και αγαπημένος μαθητής του Κυρίου. Ο τόπος συγγραφής του ευαγγελίου είναι η Έφεσος περί τα τέλη του 1ου αι.

Το ευαγγέλιο του Ιωάννη ονομάζεται και «πνευματικό» σε αντίθεση με τα άλλα τρία συνοπτικά που ονομάζονται «σωματικά» γιατί εισάγει βαθύτερα πνευματικά νοήματα και αναφέρεται με εμφατικό τρόπο στη Θεότητα του Λόγου. Το σύνολο του ευαγγελίου δεν αναφέρεται παρά σε είκοσι μέρες από τη διακονία του Κυρίου. Από τα 879 εδάφια που αποτελείται το ευαγγέλιό του τα 237 καλύπτουν μία και μόνη μέρα της ζωής του Κυρίου δηλ. τα κεφάλαια 13-19. Δεν αναφέρει ούτε μία παραβολή από τις 50 και πλέον που αναφέρουν οι συνοπτικοί και από τα οχτώ θαύματα που αναφέρει συνολικά, μόνο δύο αναφέρονται στους συνοπτικούς. Κάνει χρήση πολλών εικόνων για την περιγραφή του προσώπου του Χριστού, Άρτος της ζωής, Φως του κόσμου, Καλός Ποιμένας, Θύρα, Αμπελος, Ζωή, Οδός, Αλήθεια. Ονομάζεται και ευαγγέλιο της μαρτυρίας και ο αριθμός εφτά εμφανίζεται σαν τέλειος.

1.Μαρτυρία προδρόμου

2. Μαρτυρία Γραφών

3 Μαρτυρία Πατέρα

4 Μαρτυρία Γυιου

5 Μαρτυρία έργων Του

6 Μαρτυρία Πνεύματος

7 Μαρτυρία μαθητών Του

Η θεολογική σπουδαιότητα του ευαγγελίου συνίσταται κυρίως στη διακήρυξη της θεότητας του Χριστού και με την πίστη σε Αυτόν ο άνθρωπος να έχει ζωή αιώνια.

Ο Ιωάννης παρίσταται ως αετός φανερώνοντας το Πνεύμα το οποίο σκεπάζει την εκκλησία και απευθύνεται κυρίως στη εκκλησία.

 

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ: Συγγραφέας τους είναι ο Λουκάς και παρουσιάζει κυρίως τις πράξεις των δύο κορυφαίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου και σκοπός του συγγραφέα είναι να δείξει πως το ευαγγέλιο μεταλαμπαδεύεται από την ιερουσαλήμ σε όλη την αυτοκρατορία και στην ίδια τη Ρώμη και θα μπορούσε να ονομαστεί και πράξεις του Αγίου Πνεύματος ή πράξεις της εκκλησίας. Παρουσιάζει επίσης την ίδρυση της εκκλησίας, την πνοή του Α. Πνεύματος επί της εκκλησίας, την εξάπλωση της εκκλησίας και στους εθνικούς καθώς και την αποκόληση της εκκλησίας από τον Ιουδαϊσμό. Η συγραφή των πράξεων τοποθετείται σε σχετικά μεγάλη περίοδο μεταξύ 65-90 μ.χ.

Απαρχές της πρώτης εκκλησίας 30-36

Μεταστροφή του Παύλου στο χριστιανισμό 34

Επισκέψεις Παύλου στην Ιουδαϊκή διασπορά 36-46

Πρώτη περιοδία του Παύλου 46-48

Αποστολική σύνοδος 48/49

Δεύτερη και Τρίτη περιοδία 49-57

Διετής φυλάκιση στην Καισάρεια 58-60

Ταξίδι προς Ρώμη και φυλάκιση 61-63

 

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ: Γεννήθηκε στις αρχές του 1ου αι. στην Ταρσό της Κιλικίας και είναι από τους σπουδαιότερους στύλους της πρώτης εκκλησίας και είναι ο συγγραφέας των μισών περίπου βιβλίων της Κ.Δ. Σπούδασε στον νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ και έμαθε την τέχνη του σκηνοποιού. Στην πορεία του προς την Δαμασκό, για να διώξει τους εκεί χριστιανούς, μετά την ουράνια οπτασία από διώκτης έγινε ένθερμος οπαδός και χρησιμοποιήθηκε από τον Θεό να φέρει το μήνυμα του ευαγγελίου στα πέρατα της οικουμένης. Ο Παύλος σύμφωνα με την παράδοση μαρτύρησε στο διωγμό του Νέρωνα το 67μ.χ.

 

ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

Οι επιστολές του Παύλου διακρίνονται ανάλογα με τους παραλήπτες τους σε αυτές που απευθύνονται σε μία εκκλησία σε μία ομάδα εκκλησιών (εγκύκλιες), σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο κ.τ.λ. η εξέτασή τους θα γίνει κατά χρονολογική σειρά και όχι σύμφωνα με την τοποθέτησή τους στον κανόνα.

 

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α΄ ΚΑΙ Β΄ Η εκκλησία της Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε από τον απόστολο Παύλο κατά την δεύτερη περιοδία του μετά τους Φιλίππους. Κατόπιν ο Παύλος έφτασε μέχρι την Κόρινθο από όπου το έτος 51 μ.χ. έστειλε την πρώτη επιστολή και κατόπιν ακολούθησε και η δεύτερη για να απαντήσει σε ερωτήματα και ζητήματα που του τέθηκαν και ιδού τα πρώτα γραπτά κείμενα του αποστόλου Παύλου αλλά και ολόκληρης της Κ.Δ.!!!

 

Η ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Η επιστολή αυτή με λίγα λόγια είναι το ευαγγέλιο του αποστόλου Παύλου στο οποίο διακηρύτει την ελευθερία από τον Μωσαϊκό νόμο και την δικαίωση του ανθρώπου με μόνη την πίστη. Διαπραγματεύεται τους όρους νόμος – πίστη, σάρκα – πνεύμα.

Γράφτηκε στην Έφεσο το 54-55μ.χ.

 

ΟΙ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α΄ ΚΑΙ Β΄

Η Κόρινθος ήταν η πρωτεύουσα της Αχαϊας με μεγάλη εμπορική κίνηση πλούτο και διαφθορά ενώ στην Ακροκόρινθο υπήρχε ναός της Αφροδίτης με 1000 ιερόδουλες. Η πρώτη επιστολή είναι η πλουσιότερη σε θέματα επιστολή της Κ.Δ. και αναφέρεται σε θέματα όπως η ενότητα των πιστών κάτω από το μοναδικό όνομα του Ι. Χριστού, η πορνεία, η προσφυγή των πιστών στα κοσμικά δικαστήρια, γάμο, παρθενία, κάλυμα γυναικών, ειδωλόθυτα, Κυριακό δείπνο, χαρίσματα, ανάσταση νεκρών κ.α. ειδικά για την λειτουργία μιας χαρισματικής εκκλησίας η επιστολή αυτή θεωρείται μοναδική. Ενώ η δεύτερη επιστολή είναι ποιο συναισθηματική.

Η πρώτη επιστολή στάλθηκε από την Έφεσο το 55 μ.χ. ενώ η δεύτερη από την Μακεδονία το 56μ.χ.

 

 

ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΗΣ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ: Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς και Φιλήμονα. Ονομάζονται έτσι επειδή ο Παύλος τις έγραψε ενώ βρισκόταν στη φυλακή χωρίς να αναφέρει όμως σε ποια. Από το βιβλίο των πράξεων φαίνονται μόνο τρεις φυλακίσεις του Παύλου, στους Φιλίππους για ένα βράδυ, στην Καισάρεια της Παλαιστήνης για δύο χρόνια 57-59 μ.χ. και στη Ρώμη για δύο χρόνια. Εκτός από αυτές υπάρχουν και άλλες που δεν αναφέρονται. Οι περισσότεροι μελετητές δέχονται ότι ο Παύλος φυλακίστηκε στη Έφεσο όπου ο έδρασε περίπου για μία τριετία και συνελήφθη από τις αρχές και ίσως πέρασε λίγους μήνες στη φυλακή το 54-55μ.χ.

Η προς Εφεσίους: Είναι εγκύκλιος επιστολή και απευθύνεται σε διάφορες εκκλησίες της Ασίας. Υπάρχει μία εκδοχή πως ο Τυχικός που μετέφερε τα αντίγραφα των επιστολών άφηνε σε κάθε εκκλησία ένα αντίγραφο με το όνομα της εκκλησίας στο κεφ. α-1 και μία άλλη κατά την οποία όταν ο Τυχικός διάβαζε την επιστολή, έβαζε το όνομα της κάθε εκκλησίας την οποία επισκεπτόταν στο εδάφιο α-1. Η επιστολή αναπτύσει θέματα γενικού ενδιαφέροντος με πολύ υψηλά πνευματικά νοήματα, όπως το μυστήριο της θείας οικονομίας για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων, το

εσχατολογικό μήνυμα του μυστηρίου του γάμου, τις σχέσεις των συζύγων, σχέσεις γονέων-τέκνων, δούλων –κυρίων όπως και την πανοπλία του χριστιανού.

Η προς Φιλιππησίους επιστολή: Η πόλη κτίστηκε από τον Φίλιππο πατέρα του Μ. Αλεξάνδρου το 365 π.χ. στις αρχαίες Κρηνίδες που μετονομάστηκαν σε Φιλίππους από τον βασιληά. Εκεί οδηγήθηκε ο Παύλος ύστερα από την θεία αποκάλυψη στην Τρωάδα «διαβάς εις Μακεδονίαν και βοήθησον ημίν», να ιδρύσει την πρώτη χριστιανική εκκλησία επί Ευρωπαϊκού εδάφους. Μπορεί να ονομαστεί και επιστολή της χαράς, γιατί συνεχώς προτρέπει τους αποδέκτες της να χαίρονται, καθώς και επιστολή της ταπεινοφροσύνης που εκφράζεται με έναν ύμνο, «το αυτό δε φρόνημα...».

Η προς Κολοσσαείς επιστολή: την εκκλησία αυτή κατά πάσα πιθανότητα την ίδρυσε ο Επαφράς που καταγόταν από εκεί. Οι Κολοσσές βρίσκοταν στην Μ. Ασία Ν.Δ. της Φρυγίας. Την επιστολή την έγραψε ο Παύλος για να αντιμετωπίσει μία αιρετική φιλοσοφία που επηρέασε και την εκκλησία και η οποία δίδασκε αποχή από τροφές και ποτά, την τήρηση αγίων ημερών και ασκητισμό μαζί με κακοπάθεια του σώματος.Ο Παύλος λέι ότι όσοι είναι του Χριστού έναι ελεύθεροι από αυτά εξ αιτίας της σταυρικής θυσίας Του και υψώνει την ανωτερότητα του Λόγου και της αληθινής γνώσης απέναντι σε κάθε ανθρώπινη μάταιη απάτη, γνώση και φιλοσοφία.

Η προς Φιλήμονα: Είναι η μικρότερη από τις επιστολές του Παύλου (25 εδάφια) και αναφέρεται στην επιστροφή ενός δραπέτη δούλου του Φιλήμονα, τον Ονήσιμο. Η επιστολή έχει χαρακτηριστεί σαν αληθηνό αριστούργημα λεπτότητας και ασύκγριτο πρότυπο πνευματικής καθοδήγησης, ευγένειας και αγάπης. Η μικρή αυτή επιστολή έχει τεράστια αξία γιατί φανερώνεται στην πράξη ότι στην χριστιανική κοινωνία δεν είναι άρσεν και θύλη.......ελεύθερος δούλος αλλά όλοι είμαστε «ΕΝ» εν Χριστώ Ιησού. Την εποχή εκείνη δε οι δούλοι δεν θεωρούνταν ίσοι με τους ελεύθερους πολίτες. Υπήρχε ακόμη η άποψη του Αριστοτέλη ότι «ο δούλος είναι ένα έμψυχο όργανο, το δε όργανο, άψυχος δούλος»

Η Προς Ρωμαίους: Γράφτηκε στην Κόρινθο το 57μ.χ. Η εκκλησία της Ρώμης κατά πάσα πιθανότητα ιδρύθηκε από τους επιδημούντες Ρωμαίους που βρέθηκαν την ημέρα της Πεντηκοστής στην Ιερουσαλήμ, και σε καμία περίπτωση από τον απόστολο Πέτρο. Είναι ίσως η σπουδαιότερη σε θεολογικό περιεχόμενο και η μεγαλύτερη σε έκταση. Διαπραγματεύεται ηθικά θέματα αλλά κυρίως διαπραγματεύεται το θέμα της δικαίωσης του ανθρώπου διά της πίστεως.

 

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ: Ονομάστηκαν έτσι γιατί απευθύνονται σε ποιμένες της εκκλησίας και είναι οι δύο προς Τιμόθεον και η προς Τίτον. Ο Τιμόθεος ήταν επίσκοπος Εφέσου και ο Τίτος Κρήτης.

Προς Τιμόθεον Α και Β: Ο δούλος του Θεού δεν πρέπει να ασχολείται με απέραντες γενεαλογίες, τα προσόντα των επισκόπων των διακόνων και ύμνος προς το «μυστήριον της ευσεβείας», ενώ στην Β ο Παύλος προειδοποιεί τον Τιμόθεο για την χαλάρωση των ηθών.

Η πρώτη επιστολή γράφτηκε στην Νικόπολη της Ηπείρου το 64-65μ.χ. και η δεύτερη το 65-66 μ.χ. στη Ρώμη και θεωρείται ότι είναι το τελευταίο γραπτό κείμενο του αποστόλου Παύλου το «κύκνειο άσμα» του.

Προς Τίτον: Υπενθυμίζει στον Τίτο τον σκοπό για τον οποίον τον τοποθέτησε επίσκοπο Κρήτης και αριθμεί άλλη μία φορά τα προσόντα των πρεσβυτέρων και διακόνων. Την έγραψε στην Μακεδονία το 63-64μ.χ.

Η προς Εβραίους: Η επιστολή απευθύνεται κυρίως σε Εβραίους χριστιανούς της Παλαιστήνης που έχουν καλή γνώση της Π.Δ. και τούτο γιατί «Εβραίοι» ονομάζονται αυτοί που στην καταγωγή ήταν Ισραηλήτες και διάβάζαν τον νόμο στη γλώσσα τους, ενώ οι Ιουδαίοι ή Ιουδαιοχριστιανοί που μιλούσαν Ελληνικά και διάβαζαν την Π.Δ. στα Ελληνικά ονομάζοταν «Ελληνιστές» και ανήκαν κυρίως στη διασπορά. Στην Ανατολή δέχονταν την Παύλεια προέλευση της επιστολής, ενώ στη

Δύση αποδιδόταν από τον Τερτυλλιανό στον Βαρνάβα. Τελικά επικράτησε η άποψη της Ανατολής. Το κυριότερο θέμα της επιστολής είναι η ανωτερότητα του Ιησού Χριστού ως «αρχιερεύς εις τον αιώνα», έναντι του Ιουδαίου αρχιερέα που είναι προσωρινός και χρειάζεται συνεχώς αντικατάσταση ένεκα της θνητότητας του. Αντιπαράθεση πρόσκαιρου και αιώνιου, παλαιού και νέου, «το δε παλαιούμενον και γηράσκον είναι πλησίον αφανισμού». Σημαντικό μέρος της επιστολής αναφέρεται στους ήρωες της πίστεως. Ωστόσο στην επιστολή δεν αναφέρεται ούτε μία φορά η λέξη ευαγγέλιο. Περίπου το 70 μ.χ.

 

ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ: Οι επιστολές, Ιακώβου, Α, Β Πέτρου, Α,Β,Γ Ιωάννη και Ιούδα, ονομάζονται καθολικές επειδή απευθύνονται στο σύνολο της εκκλησίας και όχι σε επιμέρους εκκλησίες ή πρόσωπα και ονομάζονται με το όνομα του συγγραφέα τους και όχι με το όνομα των παραληπτών τους.

 

Επιστολή Ιακώβου: Πρόκειται για τον Ιάκωβο τον αδελφόθεο, άνδρα άγιο, δίκαιο και ολιγαρκή. Λιθοβολήθηκε από τους Ιουδαίους. Διαπραγματεύεται το νόημα των πειρασμών, τη μεροληπτική στάση προς τους πλουσίους έναντι των φτωχών, δικαίωση από τα έργα ή από την πίστη, κ.τ.λ. περίπου το 70 μ.χ.

 

Επιστολή Πέτρου Α και Β: Ο Πέτρος ήταν ο κορυφαίος απόστολος του Κυρίου που μαζί με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη ο Κύριος τους έπερνε πάντα μαζί Του και οι δύο επιστολές που άφησε είναι απόσταγμα της στενής του κοινωνίας με τον αγαπημένο του «ραβί»

Η πρώτη επιστολή απευθύνεται στους εκλεκτούς του Πόντου, της Γαλατίας, Καπαδοκίας, Ασίας, και Βιθυνίας. Συχνή επανάληψη του «πάσχειν» και «παθήματα» φανερώνει ότι είναι περίοδος διωγμών. Αναφέρει επίσης την αναγέννηση, τις σχέσεις με τις κοσμικές εξουσίες, δούλων κυρίων και συζύγων. Γράφτηκε το 64-67 στη «Βαβυλώνα» η οποία στη συμβολική πρωτοχριστιανική γλώσσα σήμαινε τη Ρώμη.

Η Β’ Πέτρου πιθανόν να απευθύνεται στους ίδιους με την πρώτη. Επιπλήτει αυτούς που ζουν αμαρτωλή ζωή, εκμεταλευόμενοι την παράταση της έλεύσεως του Κυρίου. Η δεύτερη επιστολή παρά τη βραχύτητά της εμφανίζει 56 «άπαξ λεγόμενα», περισσότερα από όλα τα βιβλία της Κ.Δ. γράφτηκε στη Ρώμη ή στην Αίγυπτο στα 64-67 ή τέλος του 1ου αι.

 

Επιστολή Ιούδα: και αυτός ήταν αδελφός του Κυρίου παρ’ ότι ο ίδιος ονομάζει τον εαυτό του αδελφό του Ιακώβου και δούλο του Ιησού Χριστού. Καταπολεμάει τους αιρετικούς οι οποίοι μετατρέπουν τη χάρη του Θεού σε ασέλγεια και αρνούνται τον Κύριο.Οι αιρετικοί αυτοί μάλλον είναι οι πρόδρομοι των γνωστικών, οι οποίοι επικαλούντο κάποια ανώτερη γνώση και ζούσαν ζωή ηθικά επιλήψημη. Γράφτηκε γύρω στο 70μ.χ.

 

Επιστολές Α,Β,Γ Ιωάννη: Η πρώτη επιστολή είναι εγκύκλιος και απευθύνεται σε πολλές εκκλησίες ξαι συγκεκριμένα σε τεκνία, πατέρες, νεανίσκους και παιδία. Καταπολεμάει τους αιρετικούς που αρνούνται τη σάρκωση του Λόγου. Ο Κήρινθος δίδασκε ότι ο Λόγος του Θεού δεν σαρκώθηκε αλλά κατοίκησε στον άνθρωπο Ιησού από τη βάπτιση μέχρι το πάθος και μετά απομακρύνθηκε και παρατηρούσε τα γεγονότα χωρίς να συμετέχει. Έτσι έπασχε φαινομενικά «κατά δόκηση», για αυτό και ονομάστηκαν δοκητές. Ο Ιωάννης τους ονομάζει αντίχριστους. Η αγάπη προς τον Θεό, εάν δεν συνοδεύεται με την αγάπη προς τον αδελφό είναι ψεύτικη. Γράφτηκε στα τέλη του 1ου αι.

Η δεύτερη επιστολή απευθύνεται σε μία επιμέρους εκκλησία που την αποκαλεί εκλεκτή Κυρία και την προτρέπει να να προσέχει τους πλάνους και αντίχριστους.

Η τρίτη επιστολή απευθύνεται σε κάποιον Γάϊο που πιθανόν να ήταν επίσκοπος σε κάποια εκκλησία της Μ. Ασίας. Γράφτηκαν στα τέλη του 1ου αι. ίσως στην Έφεσο.

 

Αποκάλυψη του Ιωάννη: Το βιβλίο ανήκει στην κατηγορία της αποκαλυπτικής γραμματείας. Παρ΄ όλες τις διαμάχες που κατά καιρούς έχουν προκύψει, συγγραφέας του βιβλίου θεωρείται ο

απόστολος Ιωάννης, ωστόσο μέχρι σήμερα δεν έχει λυθεί οριστικά το πρόβλημα της πατρότητας του βιβλίου. Ορισμένες εκκλησίες των πρώτων αιώνων δεν περιελάμβαναν την αποκάλυψη στα κανονικά βιβλία της Κ.Δ. Κεντρικό πρόσωπο της Αποκάλυψης είναι ο Ι.Χ. πότε σαν το «εσφαγμένο αρνίο» και πότε σαν «ο Λέων εκ της Φυλής του Ιούδα». Ο αντίχριστος θέλει να σφετεριστεί την εξουσία του Χριστού και χάνονται μαζί του όσοι θεληματικά παραδίδονται σε αυτόν. Ο Αντίχριστος και το «θηρίο» άλλοτε εμφανίζονται σαν συστήματα εξουσιών και άλλοτε σαν οι εκφραστές τους.

Περιέχει ζωηρές περιγραφές με έντονες εικόνες και δυσνόητους συμβολισμούς που καθιστούν την ερμηνεία της πολύ δύσκολη και κατά καιρούς έχει «εκθέσει» πολλούς ερμηνευτές της. Επίσης κάνει εκτενή αναφορά στη χιλιετή βασιλεία του Χριστού επί της γης, πράγμα που έκανε τους ερμηνευτές των πρώτων αιώνων επιφυλακτικούς στο να την συμπεριλάβουν στν κανόνα, εξ’ αιτίας της αίρεσης των «χιλιαστών». Ας μείνουμε όμως στην θριαμβευτική διακήρυξη του ίδιου του Ιησού Χριστού: «...Εγώ είμαι ο πρώτος και ο έσχατος, και ο ζων, και έγεινα νεκρός και ιδού είμαι ζων εις τους αιώνας των αιώνων αμήν...». θα αναπτερωθεί η ελπίδα μας όταν μείνουμε στο παρηγορητηκό και όχι απειλητικό «..και ιδού έρχομαι ταχέως...». Κατά τα λοιπά «τα κρυπτά ανήκουσιν εις Κύριον τον Θεόν ημών, τα δε αποκεκαλυμένα, εις ημάς και εις τα τέκνα ημών διά παντός, διά να εκτελέσωμεν πάντας τους λόγους του νόμου τούτου» Δευτ.κθ-29.

Γράφτηκε το 95 μ.χ. στην Πάτμο από τον πρεσβύτερο Ιωάννη.

 

 

Σωτήρης Στέργιος