Τετάρτη, Μάιος 08, 2024

Επιλέξτε τη γλώσσα σας



(Ψαλ. 46:1 [Βάμβας]) «Εις τον πρώτον μουσικόν, διά τους υιούς Κορέ· ωδή επί Αλαμώθ.» Ο Θεός είναι καταφυγή ημών και δύναμις, βοήθεια ετοιμοτάτη εν ταις θλίψεσι.

(Ψαλ. 46:2 [Βάμβας]) Διά τούτο δεν θέλομεν φοβηθή, και αν σαλευθή η γη και μετατοπισθώσι τα όρη εις το μέσον των θαλασσών·

(Ψαλ. 46:3 [Βάμβας]) και αν ηχώσι και ταράττωνται τα ύδατα αυτών· και σείωνται τα όρη διά το έπαρμα αυτών. Διάψαλμα.

(Ψαλ. 46:4 [Βάμβας]) Ποταμός, και οι ρύακες αυτού θέλουσιν ευφραίνει την πόλιν του Θεού, τον άγιον τόπον των σκηνωμάτων του Υψίστου.

(Ψαλ. 46:5 [Βάμβας]) Ο Θεός είναι εν τω μέσω αυτής· δεν θέλει σαλευθή· θέλει βοηθήσει αυτήν ο Θεός από του χαράγματος της αυγής.

(Ψαλ. 46:6 [Βάμβας]) Εφρύαξαν τα έθνη· εσαλεύθησαν αι βασιλείαι· έδωκε φωνήν αυτού· η γη ανελύθη.

(Ψαλ. 46:7 [Βάμβας]) Ο Κύριος των δυνάμεων είναι μεθ' ημών· προπύργιον ημών είναι ο Θεός του Ιακώβ. Διάψαλμα.

(Ψαλ. 46:8 [Βάμβας]) Έλθετε, ιδέτε τα έργα του Κυρίου· οποίας καταστροφάς έκαμεν εν τη γη.

(Ψαλ. 46:9 [Βάμβας]) Καταπαύει τους πολέμους έως των περάτων της γής· συντρίβει τόξον και κατακόπτει λόγχην· καίει αμάξας εν πυρί.

(Ψαλ. 46:10 [Βάμβας]) Ησυχάσατε και γνωρίσατε ότι εγώ είμαι ο Θεός· θέλω υψωθή μεταξύ των εθνών· θέλω υψωθή εν τη γη.

(Ψαλ. 46:11 [Βάμβας]) Ο Κύριος των δυνάμεων είναι μεθ' ημών· προπύργιον ημών είναι ο Θεός του Ιακώβ. Διάψαλμα.

 

(Λουκ. 13:1 [Βάμβας]) Κατ' εκείνον δε τον καιρόν ήλθον τινές, απαγγέλλοντες προς αυτόν περί των Γαλιλαίων, των οποίων το αίμα ο Πιλάτος έμιξε με τας θυσίας αυτών.

(Λουκ. 13:2 [Βάμβας]) Και αποκριθείς ο Ιησούς, είπε προς αυτούς· Νομίζετε ότι οι Γαλιλαίοι ούτοι ήσαν αμαρτωλοί υπέρ πάντας τους Γαλιλαίους, διότι έπαθον τοιαύτα;

(Λουκ. 13:3 [Βάμβας]) Ουχί, σας λέγω, αλλ' εάν δεν μετανοήτε, πάντες ομοίως θέλετε απολεσθή.

(Λουκ. 13:4 [Βάμβας]) Η εκείνοι οι δεκαοκτώ, επί τους οποίους έπεσεν ο πύργος εν τω Σιλωάμ και εθανάτωσεν αυτούς, νομίζετε ότι ούτοι ήσαν αμαρτωλοί υπέρ πάντας τους ανθρώπους τους κατοικούντας εν Ιερουσαλήμ;

(Λουκ. 13:5 [Βάμβας]) Ουχί, σας λέγω, αλλ' εάν δεν μετανοήτε, πάντες ομοίως θέλετε απολεσθή.

(Λουκ. 13:6 [Βάμβας]) Έλεγε δε ταύτην την παραβολήν· Είχε τις συκήν πεφυτευμένην εν τω αμπελώνι αυτού, και ήλθε ζητών καρπόν εν αυτή και δεν εύρε.

(Λουκ. 13:7 [Βάμβας]) Και είπε προς τον αμπελουργόν· Ιδού, τρία έτη έρχομαι ζητών καρπόν εν τη συκή ταύτη και δεν ευρίσκω· έκκοψον αυτήν· διά τι καταργεί και την γην;

(Λουκ. 13:8 [Βάμβας]) Ο δε αποκριθείς λέγει προς αυτόν· Κύριε, άφες αυτήν και τούτο το έτος, έως ότου σκάψω περί αυτήν και βάλω κοπρίαν·

(Λουκ. 13:9 [Βάμβας]) και εάν μεν κάμη καρπόν, καλώς· ει δε μη, θέλεις εκκόψει αυτήν μετά ταύτα.