Πέμπτη, Μάιος 09, 2024

Επιλέξτε τη γλώσσα σας



(Ψαλ. 112:1 [Βάμβας])
Αινείτε τον Κύριον. Μακάριος ο άνθρωπος ο φοβούμενος τον Κύριον· εις τας εντολάς αυτού ηδύνεται σφόδρα.

(Ψαλ. 112:2 [Βάμβας])
Το σπέρμα αυτού θέλει είσθαι δυνατόν εν τη γή· η γενεά των ευθέων θέλει ευλογηθή·

(Ψαλ. 112:3 [Βάμβας])
Αγαθά και πλούτη θέλουσιν είσθαι εν τω οίκω αυτού, και η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα.

(Ψαλ. 112:4 [Βάμβας])
Φως ανατέλλει εν τω σκότει διά τους ευθείς· είναι ελεήμων και οικτίρμων και δίκαιος.

(Ψαλ. 112:5 [Βάμβας])
Ο καλός άνθρωπος ελεεί και δανείζει· οικονομεί τα πράγματα αυτού εν κρίσει.

(Ψαλ. 112:6 [Βάμβας])
Βεβαίως δεν θέλει ποτέ κλονισθή· εις μνημόσυνον αιώνιον θέλει είσθαι ο δίκαιος.

(Ψαλ. 112:7 [Βάμβας])
Από κακής φήμης δεν θέλει φοβηθή· η καρδία αυτού είναι στερεά, ελπίζουσα επί τον Κύριον.

(Ψαλ. 112:8 [Βάμβας])
Εστηριγμένη είναι η καρδία αυτού· δεν θέλει φοβηθή, εωσού ίδη την εκδίκησιν επί τους εχθρούς αυτού.

(Ψαλ. 112:9 [Βάμβας])
Εσκόρπισεν, έδωκεν εις τους πένητας· η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα· το κέρας αυτού θέλει υψωθή εν δόξη.

(Ψαλ. 112:10 [Βάμβας])
Ο ασεβής θέλει ιδεί και θέλει οργισθή· θέλει τρίξει τους οδόντας αυτού και θέλει αναλυθή· η επιθυμία των ασεβών θέλει απολεσθή.

-------------------------------

(Μάρκ. 6:30 [Βάμβας])
Και συνάγονται οι απόστολοι προς τον Ιησούν και απήγγειλαν προς αυτόν πάντα, και όσα έπραξαν και όσα εδίδαξαν.

(Μάρκ. 6:31 [Βάμβας])
Και είπε προς αυτούς· Έλθετε σεις αυτοί κατ' ιδίαν εις τόπον έρημον και αναπαύεσθε ολίγον· διότι ήσαν πολλοί οι ερχόμενοι και οι υπάγοντες, και ουδέ να φάγωσιν ηυκαίρουν·

(Μάρκ. 6:32 [Βάμβας])
και υπήγον εις έρημον τόπον με το πλοίον κατ' ιδίαν.

(Μάρκ. 6:33 [Βάμβας])
Και είδον αυτούς υπάγοντας οι όχλοι, και πολλοί εγνώρισαν αυτόν και συνέδραμον εκεί πεζοί από πασών των πόλεων και φθάσαντες προ αυτών συνήχθησαν πλησίον αυτού.

(Μάρκ. 6:34 [Βάμβας])
Εξελθών δε ο Ιησούς, είδε πολύν όχλον και εσπλαγχνίσθη δι' αυτούς, επειδή ήσαν ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα, και ήρχισε να διδάσκη αυτούς πολλά.

(Μάρκ. 6:35 [Βάμβας])
Και επειδή είχεν ήδη παρέλθει ώρα πολλή, προσελθόντες προς αυτόν οι μαθηταί αυτού, λέγουσιν ότι έρημος είναι ο τόπος και παρήλθεν ήδη πολλή ώρα·

(Μάρκ. 6:36 [Βάμβας])
απόλυσον αυτούς, διά να υπάγωσιν εις τους πέριξ αγρούς και κώμας και αγοράσωσιν εις εαυτούς άρτους· διότι δεν έχουσι τι να φάγωσιν.

(Μάρκ. 6:37 [Βάμβας])
Ο δε αποκριθείς είπε προς αυτούς· Δότε σεις εις αυτούς να φάγωσι. Και λέγουσι προς αυτόν· Να υπάγωμεν να αγοράσωμεν διακοσίων δηναρίων άρτους και να δώσωμεν εις αυτούς να φάγωσιν;

(Μάρκ. 6:38 [Βάμβας])
Ο δε λέγει προς αυτούς· Πόσους άρτους έχετε; υπάγετε και ίδετε. Και αφού είδον, λέγουσι· Πέντε, και δύο οψάρια.

(Μάρκ. 6:39 [Βάμβας])
Και προσέταξεν αυτούς να καθίσωσι πάντας επί του χλωρού χόρτου συμπόσια συμπόσια.

(Μάρκ. 6:40 [Βάμβας])
Και εκάθησαν πρασιαί ανά εκατόν και ανά πεντήκοντα.

(Μάρκ. 6:41 [Βάμβας])
Και λαβών τους πέντε άρτους και τα δύο οψάρια, αναβλέψας εις τον ουρανόν ηυλόγησε και κατέκοψε τους άρτους και έδιδεν εις τους μαθητάς αυτού διά να βάλωσιν έμπροσθεν αυτών, και τα δύο οψάρια εμοίρασεν εις πάντας.

(Μάρκ. 6:42 [Βάμβας])
Και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν.

(Μάρκ. 6:43 [Βάμβας])
Και εσήκωσαν από των κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις και από των οψαρίων.

(Μάρκ. 6:44 [Βάμβας])
Ήσαν δε οι φαγόντες τους άρτους έως πεντακισχίλιοι άνδρες.

-------------------------------

ΑΜΗΝ