Κυριακή, Μάιος 12, 2024

Επιλέξτε τη γλώσσα σας



Ψαλ. 116:1 Χαίρω ότι ο Κύριος εισήκουσε της φωνής μου, των δεήσεών μου·
Ψαλ. 116:2 ότι έκλινε το ωτίον αυτού προς εμέ· και ενόσω ζω, θέλω επικαλείσθαι αυτόν.
Ψαλ. 116:3 Πόνοι θανάτου με περιεκύκλωσαν, και στενοχωρίαι του άδου με εύρηκαν· θλίψιν και πόνον απήντησα.
Ψαλ. 116:4 Και επεκαλέσθην το όνομα του Κυρίου· ω Κύριε, λύτρωσον την ψυχήν μου.
Ψαλ. 116:5 Ελεήμων ο Κύριος και δίκαιος· και εύσπλαγχνος ο Θεός ημών.
Ψαλ. 116:6 Ο Κύριος φυλάττει τους απλούς· εταλαιπωρήθην, και με έσωσεν.
Ψαλ. 116:7 Επίστρεψον, ψυχή μου, εις την ανάπαυσίν σου, διότι ο Κύριος σε ευηργέτησε.
Ψαλ. 116:8 Διότι ελύτρωσας την ψυχήν μου εκ θανάτου, τους οφθαλμούς μου από δακρύων, τους πόδας μου από ολισθήματος.
Ψαλ. 116:9 Θέλω περιπατεί ενώπιον του Κυρίου εν γη ζώντων.
Ψαλ. 116:10 Επίστευσα, διά τούτο ελάλησα· εγώ ήμην σφόδρα τεθλιμμένος·
Ψαλ. 116:11 εγώ είπα εν τη εκπλήξει μου, πας άνθρωπος είναι ψεύστης.
Ψαλ. 116:12 Τι να ανταποδώσω εις τον Κύριον, διά πάσας τας ευεργεσίας αυτού τας προς εμέ;
Ψαλ. 116:13 θέλω λάβει το ποτήριον της σωτηρίας και θέλω επικαλεσθή το όνομα του Κυρίου.
Ψαλ. 116:14 Τας ευχάς μου θέλω αποδώσει εις τον Κύριον, τώρα ενώπιον παντός του λαού αυτού.
Ψαλ. 116:15 Πολύτιμος ενώπιον του Κυρίου ο θάνατος των οσίων αυτού.
Ψαλ. 116:16 Ναι, Κύριε διότι είμαι δούλός σου· είμαι δούλός σου, υιός της δούλης σου· συ έλυσας τα δεσμά μου.
Ψαλ. 116:17 Εις σε θέλω θυσιάσει θυσίαν αινέσεως και το όνομα του Κυρίου θέλω επικαλεσθή.
Ψαλ. 116:18 Τας ευχάς μου θέλω αποδώσει εις τον Κύριον, τώρα έμπροσθεν παντός του λαού αυτού·
Ψαλ. 116:19 εν ταις αυλαίς του οίκου του Κυρίου, εν μέσω σου, Ιερουσαλήμ. Αλληλούϊα.

---------------------------------------------

Λουκ. 17:5 Και είπον οι απόστολοι προς τον Κύριον· Αύξησον εις ημάς την πίστιν.
Λουκ. 17:6 Ο δε Κύριος είπεν· Εάν έχετε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ηθέλετε ειπεί εις την συκάμινον ταύτην, Εκριζώθητι και φυτεύθητι εις την θάλασσαν· και ήθελε σας υπακούσει.
Λουκ. 17:7 Τις δε από σας έχων δούλον αροτριώντα ή ποιμαίνοντα, θέλει ειπεί προς αυτόν, ευθύς αφού έλθη εκ του αγρού· Ύπαγε, κάθησον να φάγης,
Λουκ. 17:8 και δεν θέλει ειπεί προς αυτόν· Ετοίμασον τι να δειπνήσω, και περιζωσθείς υπηρέτει με, εωσού φάγω και πίω, και μετά ταύτα θέλεις φάγει και πίει συ;
Λουκ. 17:9 Μήπως γνωρίζει χάριν εις τον δούλον εκείνον, διότι έκαμε τα διαταχθέντα εις αυτόν; δεν μοι φαίνεται.
Λουκ. 17:10 Ούτω και σεις, όταν κάμητε πάντα τα διαταχθέντα εις εσάς, λέγετε ότι δούλοι αχρείοι είμεθα, επειδή εκάμαμεν ό,τι εχρεωστούμεν να κάμωμεν.

---------------------------------------------